- στρουμπουλός
- η , ό приземистый, коренастый, малорослый и толстый;
στρουμπουλό κορίτσι — коренастая девушка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρουμπουλό κορίτσι — коренастая девушка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
στρουμπουλός — ή, ό, Ν μικρόσωμος και παχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. στρόμβος «σβούρα» (μέσω ενός τ. στρούμπος) + κατάλ. ουλός (πρβλ. παχ ουλός)] … Dictionary of Greek
στρουμπουλός — ή, ό παχουλός, χοντρός: Μια στρουμπουλή κόρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Струмби — Деревня Струмби Στρουμπί Страна Республика КипрРеспублика Кипр … Википедия
στρουμπουλούτσικος — η, ο, Ν [στρουμπουλός] (ως θωπευτικός χαρακτηρισμός) ο κάπως στρουμπουλός … Dictionary of Greek
βαβουλός — ή, ό 1. βαθύς λίγο πολύ, κάπως βαθύς 2. αυτός που έχει κάποιο κοίλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + (καταλ. επίθημα) ουλός (πρβλ. μακρουλός, νερουλός, παχουλός, στρουμπουλός κ.ά.)] … Dictionary of Greek
ολοστρούμπουλος — η, ο ο πολύ στρουμπουλός, ο κοντός και παχύς … Dictionary of Greek
στρουμπουλούδικος — η, ο, Ν θωπευτικός χαρακτηρισμός νεαρού, κυρίως, ατόμου ή παιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρουμπουλός + κατάλ. ούδικος (< ούδης)] … Dictionary of Greek
φουντούκος — ο, Ν [φουντούκι] μτφ. (για πρόσ.) παχουλός, στρουμπουλός … Dictionary of Greek
γεματούτσικος — η, ο ο παχουλός, ο στρουμπουλός: Η γυναίκα του είναι γεματούτσικη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπουλούκος — ο θηλ. α (λ. τουρκ.), παχουλός, στρουμπουλός, καλοθρεμμένος: Ο γιος της έγινε μπουλούκος γιατί έτρωγε συνέχεια σοκολάτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)